αμάζωτος

αμάζωτος
-η, -ο
βλ, αμάζευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + μαζωτός < μαζώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμάζευτος — (και αμάζωχτος και αμάζωτος), η, ο [μαζεύω] αυτός που δεν μαζεύεται ή δεν μαζεύτηκε και ειδικά: 1. (για καρπούς, άνθη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει συλλέγει, ο ασυγκόμιστος 2. αυτός που δεν στοιβάχθηκε, ασώρευτος, αστοίβαχτος 3. για το σπίτι κυρίως)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”